- νοικοκύρης
- ο, θηλ. νοικοκυρά και νοικοκερά (Μ νοικοκύρης και νοικοκύρις)οικοδεσπότης («κι ο νοικοκύρης τού σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει», δημ. τραγούδι)νεοελλ.1. ιδιοκτήτης μισθωμένου ακινήτου, σπιτονοικοκύρης2. σύζυγος3. κύριος, αφέντης κάποιου4. αυτός που έχει οικονομική άνεση, ευκατάστατος («μαζεύτηκαν όλοι οι νοκοκυραίοι τού χωριού»)5. συνετός διαχειριστής τών υποθέσεων τού οίκου, οικονόμος6. (το αρσ.) καλός οικογενειάρχης7. το θηλ. γυναίκα που φροντίζει πολύ για την τάξη και ευπρέπεια τού σπιτιού της.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. οἰκοκύρης < οἰκοκύριος (πρβλ. και κύρης - κύριος). Το -ν- τού τ. οφείλεται στην στενή συνεκφορά τής λ. οικοκύρης με την αιτ. τού άρθρου: τόν οικοκύρη > νοικοκύρη > νοικοκύρης].
Dictionary of Greek. 2013.